- χείλος
- -ους, το / χεῖλος, -είλους και -είλεος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χῆλος και αιολ. τ. χέλλος Α1. καθεμία από τις δύο σαρκώδεις πτυχές τού δέρματος που αποτελούν το περίγραμμα τής στοματικής σχισμής, το χείλι και αχείλι2. μτφ. (για πράγμ.) το ακραίο τμήμα αντικειμένου ή επιφάνειας με την οποία οριοθετείται ένα άνοιγμα (α. «γέμισε το ποτήρι ώς τα χείλη» β. «το χείλος τού κρατήρα» γ. «δώσω τοι κρητήρα τετυγμένονἀργύρεος δὲ ἔστιν ἅπας, χρυσῷ δ' ἐπὶ χείλεα κεκράανται», Ομ. Οδ.δ. «τῆς τάφρου τὰ χείλεα», Ηρόδ.)νεοελλ.1. φρ. α) «χείλος αιδοίου»ανατ. καθεμία από τις παράλληλες δερματικές πτυχές που αφορίζουν από κάθε πλευρά τη σχισμή τού αιδοίουβ) «δάγκωσε τα χείλη σου» — λέγεται σε κάποιον που είπε κάτι ανεπιθύμητο ή κάτι το οποίο δεν έπρεπε να πειγ) «από χείλη βγήκε σε χείλη μπήκε» — δηλώνει ότι ένα μυστικό, από τη στιγμή που θα ειπωθεί έστω και από έναν, γίνεται αμέσως γνωστό σε πολλούςδ) «στο χείλος τού γκρεμού [ή τής αβύσσου]»μτφ. σε ιδιαίτερα κρίσιμη θέσηε) «με την ψυχή στα χείλη» — σε κατάσταση σωματικής ή ψυχικής καταπόνησηςστ) «μού 'ψήσε το ψάρι στα χείλη» — μέ τυράννησε, μέ βασάνισε, μού 'βγαλε το λάδι2. παροιμ. «άρρωστο χείλος και νηστικό μαγούλι» — δηλώνει ότι τα ωχρά χείλη είναι σύμπτωμα νοσηρής κατάστασης, ενώ τα αδύνατα μάγουλα μεγάλης φτώχειαςαρχ.1. η γλώσσα, το μέσο επικοινωνίας μεταξύ τών ανθρώπων («καὶ ἦν πᾱσα ἡ γῆ χεῑλος ἕν», ΠΔ)2. ράμφος πτηνού3. φρ. α) «δάκνω τὰ χείλη» — λεγόταν για να δηλωθεί η ιδιαίτερα δύσκολη θέση ή το δίλημμα ενός προσώπου (Εύβουλ)β) «τοῑς χείλεσι» και «ἐν τοῑς χείλεσι» — φαινομενικά, όχι αληθινά (ΠΔ και ΚΔ)γ) «ἀπ' ἄκρου χείλους» — επιπόλαια (Λουκιαν.)δ) «ἀπὸ χειλέων» — χωρίς ειλικρινή ψυχική διάθεση, επιφανειακά (Πλούτ.)ε) «χείλεσιν ἀμφιλάλοις» — με ακατάσχετη φλυαρία (Αριστοφ.)στ) «πειθώ τις ἐπεκάθιζεν ἐπὶ τοῑς χείλεσιν» — λεγόταν σχετικά με τη ρητορική δεινότητα τού Περικλέους (Εύπ.)ζ) «ἐπ' ἄκρου τοῡ χείλους ἔχω τι» — χρησιμοποιώ κάτι με μεγάλη επιπολαιότητα (Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία μπορεί πιθ. να συνδεθεί με έναν αβέβαιης σημ. αρχ. ισλανδ. τ. gjolnar, ο οποίος ερμηνεύεται από τους μελετητές είτε ως «σαγόνι» είτε ως «μουστάκι». Οι παρλλ. τ. χῆλος και χέλλος, με τους οποίους απαντά η λ. χεῖλος στις άλλες διαλέκτους, οδηγούν στην αναγωγή της σε ένα θ. χελ-, χωρίς όμως να είναι δυνατόν να προσδιοριστεί το επίθημα, αφού οι διαλεκτικές αυτές γρφ. θα μπορούσε να έχουν προέλθει είτε από τ. *χελ-σος είτε από τ. *χελ-νος. Αντίθετα, ένας τ. *χελ-Fος δεν θεωρείται πιθανός, γιατί με βάση αυτόν θα μπορούσε να ερμηνευθεί μόνον ο τ. χεῖλος. Τέλος, η λ. χεῖλος θα πρέπει να συνδεθεί με τον τ. χελύνη*].
Dictionary of Greek. 2013.